- φριξόθριξ
- φριξό-θριξ, τριχος, u. φριξο-κόμης, ὁ, mit struppigem Haare, dem die Haare emporstehen; auch kraushaarig, Ggstz des schlicht herabhängenden Haares
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φριξόθριξ — τριχος, ο, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) αυτός που έχει σηκωμένες τρίχες («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.) αρχ. αυτός που κάνει τις τρίχες να σηκωθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ.… … Dictionary of Greek
φριξοκόμης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) φριξόθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο κόμης] … Dictionary of Greek